-
1 μηχανικός
[миханикос] εκ. механический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μηχανικός
-
2 μηχανικός
[миханикос] ουσ. а. механик, инженер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μηχανικός
-
3 механический
μηχανικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механический
-
4 машинный
μηχανικός, της μηχανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > машинный
-
5 инженер
инженерм ὁ μηχανικός:горный \инженер ὁ μηχανικός μεταλλειολογος· \инженерхи́мик ὁ χημικός μηχανικός· \инженерстроитель ὁ πολιτικός μηχανικός. -
6 инженер
-а α.μηχανικός, μηχανολόγος• инженер-электрик μηχανικός-ηλεκτρολόγος• инженер-строитель πολιτικός μηχανικός•военный инженер στρατιωτικός μηχανικός.
-
7 инженер
инженер м ο μηχανικός \инженер стройтель о πολιτικός μηχα νικός* * *мο μηχανικόςинжене́р-строи́тель — ο πολιτικός μηχανικός
-
8 авиамеханик
1. (по ремонту и тех. обслуживанию) о μηχανικός αεροπλάνων (εδάφους) 2. (бортовой) о ιπτάμενος μηχανικός αεροσκαφών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиамеханик
-
9 инженер-конструктор
ο μηχανικός-σχεδιαστήςο μηχανικός-μελετητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инженер-конструктор
-
10 звукооператор
-
11 машинальный
-
12 механик
-
13 механический
-
14 машинист
машинистм ὁ μηχανικός / ὁ μηχανοδηγός (на паровозе):\машинист сцены ὁ μηχανικός σκηνής. -
15 механический
επ.1. μηχανικός•-ое движение μηχανική κίνηση.
βλ. механистический.μτφ. επιφανειακός, επιπόλαιος.2. με τη βοήθεια μηχανής•механический погрузчик μηχανικός φορτωτής•
-ая пила μηχανικό πριόνι.
3. της κατασκευής μηχανών.ουσ. θ. -ая εργαστήριο μηχανών.4. μτφ. ο χωρίς σκέψη και θέληση γινόμενος ασυνείδητος. -
16 автомеханик
ο μηχανικός αυτοκινήτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомеханик
-
17 бортинженер
ο ιπτάμενος μηχανικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бортинженер
-
18 букетировка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > букетировка
-
19 вариатор
1. маш. о μηχανισμός της μη κλιμακωτής/ομαλής μετάδοσης 2. эл. о μετασχηματιστής μεταβλητής απόδοσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариатор
-
20 вентиляция
ο (εξ)αερισμόςвытяжная - απαγωγής/εξαγωγής (αέρα)рудничная - ορυχείων/στοώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вентиляция
См. также в других словарях:
μηχανικός — resourceful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικός — ή, ό (ΑΜ μηχανικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ. β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… … Dictionary of Greek
μηχανικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή γίνεται με μηχανές: Μηχανικά πειράματα. 2. αυτός που γίνεται ασυνείδητα: Ήταν αφηρημένη και δούλευε κάνοντας μηχανικές κινήσεις. ο 1. ειδικός επιστήμονας ή τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή, τη συντήρηση ή το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανικά — μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc pl μηχανικά̱ , μηχανικός resourceful fem nom/voc/acc dual μηχανικά̱ , μηχανικός resourceful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικῶν — μηχανικός resourceful fem gen pl μηχανικός resourceful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικόν — μηχανικός resourceful masc acc sg μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικώτατα — μηχανικός resourceful adverbial superl μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικώτατον — μηχανικός resourceful masc acc superl sg μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικαῖς — μηχανικός resourceful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικαί — μηχανικός resourceful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικοῖς — μηχανικός resourceful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)